θρυμμάτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θρυμμάτισμα < θρυμματίζω + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θρυμμάτισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του θρυμματίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θρυμμάτισμα