ιδεόγλωσσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδεόγλωσσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδεόγλωσσα θηλυκό
- γλώσσα για τη συνεννόηση των διανοούμενων διαφόρων εθνικοτήτων, που προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να πλάσουν λόγιοι και φιλόσοφοι διαφόρων εποχών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδεόγλωσσα
|