ιπποδρομιάκιας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιπποδρομιάκιας | οι | ιπποδρομιάκηδες |
γενική | του | ιπποδρομιάκια | των | ιπποδρομιάκηδων |
αιτιατική | τον | ιπποδρομιάκια | τους | ιπποδρομιάκηδες |
κλητική | ιπποδρομιάκια | ιπποδρομιάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιπποδρομιάκιας < ιπποδρομί(α) + -άκιας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιπποδρομιάκιας αρσενικό
- (ειρωνικό) αυτός που ασχολείται με τις ιπποδρομίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιπποδρομιάκιας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γυαλάκιας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άκιας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)