καβάτζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καβάτζα | οι | καβάτζες |
γενική | της | καβάτζας | — | |
αιτιατική | την | καβάτζα | τις | καβάτζες |
κλητική | καβάτζα | καβάτζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καβάτζα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καβάτζα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) απόθεμα που μπαίνει στην άκρη για να χρησιμοποιηθεί αργότερα
- (λαϊκότροπο) μια εναλλακτική λύση
- όταν δεν εφαρμόζεται το αρχικό μου σχέδιο, αναγκάζομαι να στραφώ σε κάτι άλλο, σε μια καβάτζα, για την οποία έχω φροντίσει προηγουμένως
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακαβατζάριστος / ακαβαντζάριστος
- καβατζάρισμα / καβαντζάρισμα
- καβατζάρω / καβαντζάρω
- καβατζωμένος / καβαντζωμένος
- καβατζώνω / καβαντζώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)