καβούκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καβούκι | τα | καβούκια |
γενική | του | καβουκιού | των | καβουκιών |
αιτιατική | το | καβούκι | τα | καβούκια |
κλητική | καβούκι | καβούκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καβούκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kabuk (φλούδα) + -ι
- καβούκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kavuk (σαρίκι) + -ι[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καβούκι ουδέτερο
- το σκληρό οστεοειδές περίβλημα διάφορων ασπόνδυλων ζώων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βγαίνω απ' το καβούκι μου
- κλείνομαι στο καβούκι μου: απομονώνομαι, κλείνομαι στον εαυτό μου και παύω να επικοινωνώ
- μπαίνω στο καβούκι μου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καβούκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καβούκι ουδέτερο
- κάλυμμα της κεφαλής που φοριέται κυρίως από μουσουλμάνους και αποτελείται από μακρύ ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το κεφάλι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καβούκι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)