καινοτομικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καινοτομικότητα < καινοτομικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καινοτομικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του καινοτομικού, το να είναι κάποιος καινοτόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καινοτομικότητα
|