καλαμποκάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.lam.boˈkas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλαμποκάς αρσενικό
- αυτός που (παράγει και) πουλάει καλαμπόκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλαμποκάς
|