καλοζωία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλοζωία | οι | καλοζωίες |
γενική | της | καλοζωίας | — | |
αιτιατική | την | καλοζωία | τις | καλοζωίες |
κλητική | καλοζωία | καλοζωίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλοζωία θηλυκό
- η καλή και άνετη ζωή
- Αν η φράση «πασάς στα Γιάννενα» έχει σήμερα τη σημασία της καλοζωίας και της ξεγνοιασιάς, στα τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα η αναφορά της και μόνο μπορούσε να προκαλέσει τρόμο σε χιλιάδες ανθρώπους. (*)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- καλοζωίζω
- καλοζωισμένος
- καλοζωιστής
- καλοζωίστρια
- → δείτε τις λέξεις καλός, ζωή και ζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλοζωία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)