κανονάρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανονάρχος < ελληνιστική κοινή κανονάρχης (πρωτοψάλτης) < αρχαία ελληνική κανών + ἄρχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.noˈnaɾ.ços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐νο‐νάρ‐χος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανονάρχος αρσενικό
- (θρησκεία) άλλη μορφή του κανονάρχης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανονάρχος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)