καπουτσίνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπουτσίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cappuccino < cappuccio (κουκούλα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπουτσίνο αρσενικό ή ουδέτερο άκλιτο
- (καφές) είδος καφέ εσπρέσο που παρασκευάζεται σε καφετιέρα, με προσθήκη ζεστού γάλατος και αφρόγαλου
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καπουτσίνο αρσενικό
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Καφέδες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)