καρτόφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | καρτόφ | καρτόφεα |
γενική | καρτοφί | καρτοφίων |
αιτιατική | καρτόφ | καρτόφεα |
κλητική | καρτόφ | καρτόφεα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρτόφ < (άμεσο δάνειο) ρωσική картоф < картофель < γερμανική Kartoffel < Tartuffel / Tartüffel < ιταλική tartufolo, υποκοριστικό του tartufo < μεσαιωνική λατινική *territūberum < λατινική terrae tuber
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρτόφ ουδέτερο
- (λαχανικό) η πατάτα
- ↪ Εμπροστά τ' έστεκανε ένα κουμούλ καρτόφεα
- (Μπροστά του βρισκόταν ένας σωρός πατάτες)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ρωσικά (ποντιακά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (ποντιακά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (ποντιακά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (ποντιακά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (ποντιακά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ποντιακά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ποντιακά)
- Ποντιακά
- Ουσιαστικά (ποντιακά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαχανικά (ποντιακά)
- Φυτά (ποντιακά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)