κατάσβεσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάσβεσῐς αἱ κατασβέσεις
      γενική τῆς κατασβέσεως τῶν κατασβέσεων
      δοτική τῇ κατασβέσει ταῖς κατασβέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάσβεσῐν τὰς κατασβέσεις
     κλητική ! κατάσβεσῐ κατασβέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατασβέσει
γεν-δοτ τοῖν  κατασβεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάσβεσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κατασβέννυμι, κατα-σβε + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάσβεσις, -εως θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]