καταστροφολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταστροφολόγος < καταστροφή + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταστροφολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που προβλέπει καταστροφές