κατειρώνευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατειρώνευση οι κατειρωνεύσεις
      γενική της κατειρώνευσης* των κατειρωνεύσεων
    αιτιατική την κατειρώνευση τις κατειρωνεύσεις
     κλητική κατειρώνευση κατειρωνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατειρωνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατειρώνευση < κατά + ειρωνεία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατειρώνευση θηλυκό

  • η πράξη της πλήρους ειρωνείας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]