κείμενον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κείμενον | τὰ | κείμενᾰ |
γενική | τοῦ | κειμένου | τῶν | κειμένων |
δοτική | τῷ | κειμένῳ | τοῖς | κειμένοις |
αιτιατική | τὸ | κείμενον | τὰ | κείμενᾰ |
κλητική ὦ! | κείμενον | κείμενᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κειμένω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κειμένοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κείμενον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κείμενος < αρχαία ελληνική κείμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κεῖμαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κείμενον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) το κείμενο που το αποδεχόμαστε (ευρύτερα), που γίνεται αποδεκτό
Πηγές[επεξεργασία]
- κεῖμαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)