κενοτάφιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοινοτάφιον

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κενοτάφιον τὰ κενοτάφι
      γενική τοῦ κενοταφίου τῶν κενοταφίων
      δοτική τῷ κενοταφί τοῖς κενοταφίοις
    αιτιατική τὸ κενοτάφιον τὰ κενοτάφι
     κλητική ! κενοτάφιον κενοτάφι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κενοταφίω
γεν-δοτ τοῖν  κενοταφίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κενοτάφιον < κενο- + τάφ(ος) + -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κενοτάφιον, -ου αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κενός και τάφος

Πηγές[επεξεργασία]