κενοφοβία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κενοφοβία οι κενοφοβίες
      γενική της κενοφοβίας των κενοφοβιών
    αιτιατική την κενοφοβία τις κενοφοβίες
     κλητική κενοφοβία κενοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κενοφοβία < κενό + -φοβία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κενοφοβία θηλυκό

  • (ιατρική) φοβία για το κενό, παθολογικός φόβος για τον κενό χώρο
  • στη ζωγραφική, horror vacui, το γέμισμα όλης της επιφάνειας του καμβά με αντικείμενα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]