κεντηστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /cen.diˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντη‐στής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεντηστής αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο του οποίου η ενασχόληση είναι να κεντάει
- ※ Το τερζήδικο σχέδιο για το κέντημα [...] σχεδιάζεται σε χαρτί και είναι μια απλή έως περίπλοκη μονοκοντυλιά την οποία ακολουθεί ο κεντηστής με το χρυσό ή άλλο στριφτό κορδονέτο χωρίς να το κόψει μέχρι το τέλος.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεντηστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)