κεραμέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεραμέας | οι | κεραμέες |
γενική | του | κεραμέα | των | κεραμέων |
αιτιατική | τον | κεραμέα | τους | κεραμέες |
κλητική | κεραμέα | κεραμέες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεραμέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεραμεύς[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈme.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐μέ‐ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεραμέας αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεραμέας
→ δείτε τη λέξη κεραμοποιός |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κεραμέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)