κετσές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κετσές | οι | κετσέδες |
γενική | του | κετσέ | των | κετσέδων |
αιτιατική | τον | κετσέ | τους | κετσέδες |
κλητική | κετσέ | κετσέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κετσές < (άμεσο δάνειο) τουρκική keçe + -ς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ceˈt͡ses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐τσές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κετσές αρσενικό
- είδος σκληρού μάλλινου υφάσματος, τσόχα που παράγεται από μαλλί που αναμιγνύεται και δουλεύεται με νερό (χωρίς να υφανθεί), πίλημα, μαλλί πατημένο
- ↪ επαγγελματικός πεπιεσμένος κετσές για αυτοκίνητο, από ηχομονωτικό θερμομονωτικό υλικό
- ↪ Συνδυάστε το χαμάμ σας με την παραδοσιακή μέθοδο απολέπισης με κετσέ.
- ↪ χονδρός λειαντικός κετσές για εργασίες καθαρισμού
- ↪ σβουράκια λείανσης κετσές (non-woven) με άξονα
- ↪ Όταν έπεσα με τη μηχανή, σκοτεινιά τυλίχτηκε γύρω μου σαν χοντρός κετσές.
- (μεταφορικά) για κάτι που ενώ θα έπρεπε να είναι λείο, γίνεται σκληρό / άγριο / πυκνό («σαν κετσές»)
- ↪ Τα μακριά μαλλιά της, που δεν τα χτένιζε ποτέ, είχαν γίνει σαν κετσές από αναρίθμητες χοντρές πλεξούδες που ήταν αδύνατο να ξεμπλέξεις.
- ↪ Tο παντελονάκι από το αλάτι και τη θάλασσα ήταν σαν κετσές και στεκόταν σαν ξύλινο από την αλμύρα.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)