κεφαλόβρυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεφαλόβρυση | οι | κεφαλόβρυσες |
γενική | της | κεφαλόβρυσης | — | |
αιτιατική | την | κεφαλόβρυση | τις | κεφαλόβρυσες |
κλητική | κεφαλόβρυση | κεφαλόβρυσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Δείτε και την κλίση για το κεφαλόβρυσο. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεφαλόβρυση θηλυκό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του κεφαλόβρυσο
- ※ Ακόμα και το ευμετάβολο σελιλόιντ τον τίμησε, αφού «Η διδακτική ιστορία των 47 υπασπιστών» είναι η κεφαλόβρυση του ιαπωνικού κινηματογράφου. (Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα τα πεζά, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, 2014)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεφαλόβρυση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)