κιναίδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιναίδιον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιναίδιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιναίδιον ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κιναίδιον τὰ κιναίδι
      γενική τοῦ κιναιδίου τῶν κιναιδίων
      δοτική τῷ κιναιδί τοῖς κιναιδίοις
    αιτιατική τὸ κιναίδιον τὰ κιναίδι
     κλητική ! κιναίδιον κιναίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιναιδίω
γεν-δοτ τοῖν  κιναιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιναίδιον < κίναιδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιναίδιον ουδέτερο