κισσύβιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κισσύβιον | τὰ | κισσύβιᾰ |
γενική | τοῦ | κισσυβίου | τῶν | κισσυβίων |
δοτική | τῷ | κισσυβίῳ | τοῖς | κισσυβίοις |
αιτιατική | τὸ | κισσύβιον | τὰ | κισσύβιᾰ |
κλητική ὦ! | κισσύβιον | κισσύβιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κισσυβίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κισσυβίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κισσύβιον < προελληνική ς προέλευσης. Στην αρχαιότητα συνδεόταν με τη λέξη κισσός λόγω της διακόσμησης με κισσό ή λόγω του υλικού κατασκευής.[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κισσύβιον, -ου ουδέτερο
- ξύλινο ποτήρι αγροτών για πόση ή μείξη υγρών
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 78 (78-79)
- ἐν δ᾽ ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον, | αὐτὸς δ᾽ ἀντίον ἷζεν, ἐποτρύνων δὲ προσηύδα·
- ύστερα κέρασε κρασί, γλυκό σαν μέλι, σε μια γαβάθα ξύλινη, | κάθησε αντίκρυ του, και τον προσκάλεσε μ᾽ αυτά τα λόγια:
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἐν δ᾽ ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον, | αὐτὸς δ᾽ ἀντίον ἷζεν, ἐποτρύνων δὲ προσηύδα·
- 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 346 (345-346)
- καὶ τότ᾽ ἐγὼ Κύκλωπα προσηύδων ἄγχι παραστάς, | κισσύβιον μετὰ χερσὶν ἔχων μέλανος οἴνοιο.
- Τότε κι εγώ, από πολύ κοντά, προσφώνησα τον Κύκλωπα, | στο χέρι μου κρατώντας μια γαβάθα μαύρο κρασί:
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- καὶ τότ᾽ ἐγὼ Κύκλωπα προσηύδων ἄγχι παραστάς, | κισσύβιον μετὰ χερσὶν ἔχων μέλανος οἴνοιο.
- 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 78 (78-79)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κισσύβιον σελ. 705 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- κισσύβιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κισσύβιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)