κλείδωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλείδωσῐς αἱ κλειδώσεις
      γενική τῆς κλειδώσεως τῶν κλειδώσεων
      δοτική τῇ κλειδώσει ταῖς κλειδώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κλείδωσῐν τὰς κλειδώσεις
     κλητική ! κλείδωσῐ κλειδώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλειδώσει
γεν-δοτ τοῖν  κλειδωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλείδωσις < κλειδόω / κλειδῶ + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλείδωσις θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]