κλιμακωσιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλιμακωσιμότητα < απόδοση για την αγγλική scalability
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλιμακωσιμότητα θηλυκό
- η δυνατότητα ενός συστήματος να διαχειρίζεται όλο και μεγαλύτερο φόρτο εργασίας προσθέτοντάς του πόρους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλιμακωσιμότητα