κοκκίωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοκκίωμα < κοκκίο + -ωμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική granuloma)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοκκίωμα ουδέτερο
- (ιατρική) κόμπος που σχηματίζεται σε ερεθισμένη περιοχή, λόγω τοπικής συγκέντρωση μακροφάγων που σχηματίζεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα προσπαθεί και δεν επιτυγχάνει να απομακρύνει ουσίες οι οποίες είναι ξένες προς τον οργανισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωμα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)