κολαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κολαστής | οι | κολαστές |
γενική | του | κολαστή | των | κολαστών |
αιτιατική | τον | κολαστή | τους | κολαστές |
κλητική | κολαστή | κολαστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολαστής < αρχαία ελληνική κολαστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολαστής αρσενικό
- αυτός που κολάζει, ο βασανιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολαστής
|