κομματάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομματάρχης αρσενικό
- ηγέτης / σημαντικός παράγοντας / επικεφαλής πολιτικού κόμματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομματάρχης
|