κομματάρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομματάρχης οι κομματάρχες
      γενική του κομματάρχη των κομματαρχών
    αιτιατική τον κομματάρχη τους κομματάρχες
     κλητική κομματάρχη κομματάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομματάρχης < κόμμα + -άρχης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομματάρχης αρσενικό

  • ηγέτης / σημαντικός παράγοντας / επικεφαλής πολιτικού κόμματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]