κομματοκρατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομματοκρατία οι κομματοκρατίες
      γενική της κομματοκρατίας των κομματοκρατιών
    αιτιατική την κομματοκρατία τις κομματοκρατίες
     κλητική κομματοκρατία κομματοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομματοκρατία < κόμμα (κόμματος) + -κρατία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.ma.to.kɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομ‐μα‐το‐κρα‐τί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομματοκρατία θηλυκό

  • (νεολογισμός, πολιτική) η σχέση οφέλους που αποκτάται λόγω της σχέσης ενός ατόμου με ένα πολιτικό κόμμα
    ※  Η κομματοκρατία στηρίζεται στην αρχή και την πρακτική των πελατειακών σχέσεων. Μέσω χαριστικών πράξεων, διορισμών, παροχών και προνομίων σε προσκείμενους και ημέτερους, οι πολιτικοί και κυρίως τα κόμματα εξαγοράζουν εξουσία. (Ιωάννης Οικονομίδης, Κομματοκρατία - η Πανούκλα της Ελλάδας, capital.gr, 20 Σεπτεμβρίου 2016)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr