κομπιουτεράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομπιουτεράς οι κομπιουτεράδες
      γενική του κομπιουτερά των κομπιουτεράδων
    αιτιατική τον κομπιουτερά τους κομπιουτεράδες
     κλητική κομπιουτερά κομπιουτεράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομπιουτεράς < κομπιούτερ (αγγλική computer) + -άς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko(m).bʝu.teˈɾas/ [mb] με προσαρμογή όπως για το ελληνικό <μπ>
Προφέρεται όπως και για τα αγγλικά <mp> : kɔm.pçu.tε'ɾas[1]
με προσαρμογή της προφοράς του /iu/ στην κάθε περίπτωση'

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομπιουτεράς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) που ασχολείται επαγγελματικά με τους υπολογιστές ή τον προγραμματισμό
  2. αυτός που ασχολείται πολύ με το κομπιούτερ, έχει πολλή εμπειρία
  3. αυτός που έχει μανία με τα κομπιούτερ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]