κοπάνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπάνισμα < κοπανίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοπάνισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του κοπανίζω, η μετατροπή κάποιου υλικού (συνήθως συστατικού για μαγείρεμα) σε μικρούς κόκκους ή σκόνη, το χτύπημα και η άσκηση πίεσης πάνω του με κάτι σχετικά βαρύ (πχ. γουδοχέρι μέσα σε γουδί)
- το κοπάνισμα του καφέ, το κοπάνισμα του σιταριού
- το να χτυπήσω κάτι δυνατά και επανειλημμένα
- το κοπάνισμα των ρούχων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοπάνισμα
|