κορεσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορεσμός οι κορεσμοί
      γενική του κορεσμού των κορεσμών
    αιτιατική τον κορεσμό τους κορεσμούς
     κλητική κορεσμέ κορεσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορεσμός < λέξη που φαίνεται να πρωτοεμφανίζεται το 1897 από την αρχαία ελληνική κορέννυμι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.ɾeˈzmos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορεσμός αρσενικό

  1. το σημείο που υποδεικνύει ότι κάτι είναι εντελώς γεμάτο
  2. (μεταφορικά) η πλήρης ικανοποίηση μιας επιθυμίας ή ανάγκης
  3. η ένταση και η καθαρότητα ενός χρώματος, πλήρως λέγεται χρωματικός κορεσμός ή χρωματική πληρότητα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

λέξεις παρεμφερείς νοηματικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]