κούτσικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κούτσικο | τα | κούτσικα |
γενική | του | κούτσικου | των | κούτσικων |
αιτιατική | το | κούτσικο | τα | κούτσικα |
κλητική | κούτσικο | κούτσικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κούτσικο < (άμεσο δάνειο) τουρκική küçük
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούτσικο ουδέτερο
- πολύ μικρό παιδί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κούτσικο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κούτσικο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)