κρατοκεντρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρατοκεντρισμός < κρατοκεντρικός + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρατοκεντρισμός αρσενικό
- η κρατοκεντρική θεώρηση των πραγμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρατοκεντρισμός
|