κριάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κριάρι τα κριάρια
      γενική του κριαριού των κριαριών
    αιτιατική το κριάρι τα κριάρια
     κλητική κριάρι κριάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κριάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κριάριν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κριάρι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]