κρυόμπλαστρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυόμπλαστρο < κρυό- + (έ)μπλαστρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυόμπλαστρο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυόμπλαστρο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)