κυτταρόλυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυτταρόλυση | οι | κυτταρολύσεις |
γενική | της | κυτταρόλυσης* | των | κυτταρολύσεων |
αιτιατική | την | κυτταρόλυση | τις | κυτταρολύσεις |
κλητική | κυτταρόλυση | κυτταρολύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυτταρολύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυτταρόλυση θηλυκό
- (βιολογία) η παθολογική διάσπαση της κυτταρικής μεμβράνης και η διάλυση των κυττάρων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κυτταρολυτικός
- → δείτε τις λέξεις κύτταρο και λύνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)