κυτταρόλυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτταρόλυση οι κυτταρολύσεις
      γενική της κυτταρόλυσης* των κυτταρολύσεων
    αιτιατική την κυτταρόλυση τις κυτταρολύσεις
     κλητική κυτταρόλυση κυτταρολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυτταρολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυτταρόλυση < κύτταρο + -ο- + λύση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cytolysis)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυτταρόλυση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]