κωλόμυγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωλόμυγα θηλυκό
- μια ενοχλητική μύγα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωλόμυγα
|
κωλόμυγα θηλυκό
|