λέντιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λέντιον | τὰ | λέντιᾰ |
γενική | τοῦ | λεντίου | τῶν | λεντίων |
δοτική | τῷ | λεντίῳ | τοῖς | λεντίοις |
αιτιατική | τὸ | λέντιον | τὰ | λέντιᾰ |
κλητική ὦ! | λέντιον | λέντιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεντίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λεντίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέντιον < (άμεσο δάνειο) λατινική linteum, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου linteus < linum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *līno- (πβ. αρχαία ελληνική λίνον)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λέντιον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) λινό ύφασμα ή οτιδήποτε φτιάχνεται απ’ αυτό (π.χ. μαντίλι, πετσέτα κ.λπ.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)