λαθροβίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαθροβίωση οι λαθροβιώσεις
      γενική της λαθροβίωσης* των λαθροβιώσεων
    αιτιατική τη λαθροβίωση τις λαθροβιώσεις
     κλητική λαθροβίωση λαθροβιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λαθροβιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαθροβίωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λαθροβίω(σις) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε λαθρο- + βίωση
  • για τον όρο της βιολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.θɾoˈvi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐θρο‐βί‐ω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαθροβίωση θηλυκό

  1. το να ζει κανείς λάθρα, χωρίς να γίνεται αντιληπτός, χωρίς να προκαλεί προσοχή, όπως ο τρόπος της ζωής του λαθρόβιου
  2. (βιολογία) η κατάσταση κατώτερων οργανισμών (όπως σπέρματα) με μειωμένες ή αδρανείς τις φυσιολογικές λειτουργίες τους, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν έχουν ζωή, αλλά περιμένοντας ευνοϊκές συνθήκες για να αφυπνιστούν, να βλαστήσουν

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • seed dormancy στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια (κατάσταση σπόρων εν υπνώσει)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]