λαλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λαλητής | οι | λαλητές & λαλητάδες |
γενική | του | λαλητή | των | λαλητών & λαλητάδων |
αιτιατική | τον | λαλητή | τους | λαλητές & λαλητάδες |
κλητική | λαλητή | λαλητές & λαλητάδες | ||
Κατηγορία όπως «πραματευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαλητής αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαλητής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
λαλητής