λειτουργιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λειτουργιά | οι | λειτουργιές |
γενική | της | λειτουργιάς | των | λειτουργιών |
αιτιατική | τη | λειτουργιά | τις | λειτουργιές |
κλητική | λειτουργιά | λειτουργιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λειτουργιά < ελληνιστική κοινή λειτουργία < αρχαία ελληνική λειτουργός < λήϊτον (< λαός) + ἔργον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λειτουργιά θηλυκό
- (θρησκεία) (λαϊκότροπο) το πρόσφορο, ψωμί σφραγισμένο με συμβολική παράσταση που παρασκευάζουν οι πιστοί και αποτελεί τη συνεισφορά τους στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
- Ἐν τούτοις ὁ παπα-Θοδωρὴς οἴκοθεν τῷ εἶπεν ὅτι τὸ ἐκ τῆς ἐνορίας μερίδιόν του εὑρίσκετο ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, τοῦ παπα-Θοδωρῆ. Ἔκρινε καλόν, εἶπε, νὰ μετακομίσῃ διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἁγίου βήματος οἴκαδε καὶ τὰ δύο μερίδια, διὰ νὰ μὴ βλέπουν τινὲς τῶν ἄγαν ἐπιπολαίων καὶ γλωσσαλγῶσιν ὅτι οἱ ἱερεῖς ἔχουν δῆθεν πολλὰ εἰσοδήματα. «Ὁ κόσμος ξιπάζεται, εἶπεν, ἅμα μᾶς ἰδῇ μιὰ καλὴ μέρα νὰ πάρουμε τίποτε λειτουργιές, καὶ δὲν συλλογίζεται πόσες ἑβδομάδες καὶ μῆνες παρέρχονται ἄγονοι!» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Εξχοική Λαμπρή, 1890)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λειτουργιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)