λευκοσιδηρουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λευκοσιδηρουργία θηλυκό
- μονάδα παραγωγής αντικειμένων από λευκοσίδηρο
- γενικά ο τομέας της παραγωγής αντικειμένων από λευκοσίδηρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λευκοσιδηρουργία
|