λευκοσιδηρουργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευκοσιδηρουργία οι λευκοσιδηρουργίες
      γενική της λευκοσιδηρουργίας των λευκοσιδηρουργιών
    αιτιατική τη λευκοσιδηρουργία τις λευκοσιδηρουργίες
     κλητική λευκοσιδηρουργία λευκοσιδηρουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λευκοσιδηρουργία < λευκο(ς) + σιδηρ(ος) + -ουργία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λευκοσιδηρουργία θηλυκό

  1. μονάδα παραγωγής αντικειμένων από λευκοσίδηρο
  2. γενικά ο τομέας της παραγωγής αντικειμένων από λευκοσίδηρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]