λιμνογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιμνογράφος < λίμν(η) + -ο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιμνογράφος αρσενικό
- όργανο καταγραφής του επιπέδου του νερού μιας λίμνης, ενός ποταμού, κ.α.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιμνογράφος