λούμπεν προλεταριάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λούμπεν προλεταριάτο τα λούμπεν προλεταριάτα
      γενική του λούμπεν προλεταριάτου των λούμπεν προλεταριάτων
    αιτιατική το λούμπεν προλεταριάτο τα λούμπεν προλεταριάτα
     κλητική λούμπεν προλεταριάτο λούμπεν προλεταριάτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λούμπεν προλεταριάτο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Lumpenproletariat < Lump (κουρέλι)[1] +‎ -en- +‎ Proletariat < λατινική proletarius < proles (απόγονος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λούμπεν προλεταριάτο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]