μάστιγα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάστιγα οι μάστιγες
      γενική της μάστιγας των μαστίγων
    αιτιατική τη μάστιγα τις μάστιγες
     κλητική μάστιγα μάστιγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάστιγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάστιγα, αιτιατική τού μάστιξ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈma.sti.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μά‐στι‐γα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάστιγα θηλυκό

  1. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για κάτι που επιφέρει μεγάλη συμφορά, που προκαλεί μεγάλη καταστροφή
  2. (λόγιο, κυριολεκτικά) το μαστίγιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μάστιγαθηλυκό