μανταλωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανταλωτής < μανταλώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανταλωτής αρσενικό
- (πληροφορική) ηλεκτρονικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ψηφιακών δεδομένων δυαδικού τύπου. Συνήθως χρησιμοποιείται ως το δομικό στοιχείό στο κύκλωμα του δισταθούς πολυδονητή.