μανταρινάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανταρινάδα < μανταρίνι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανταρινάδα θηλυκό, πληθυντικός μανταρινάδες
- αναψυκτικό από χυμό μανταρινιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μανταρινάδα
|