μεγάλες δυνάμεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | μεγάλες δυνάμεις | ||
γενική | των | μεγάλων δυνάμεων | ||
αιτιατική | τις | μεγάλες δυνάμεις | ||
κλητική | μεγάλες δυνάμεις | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγάλες δυνάμεις < → δείτε τις λέξεις μεγάλος και δύναμη στον πληθυντικό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μεγάλες δυνάμεις θηλυκό στον πληθυντικό
- χώρα που ασκεί μεγάλη οικονομική, πολιτική και διπλωματική δύναμη και επιρροή στον κόσμο (π.χ. Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Κίνα, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία κτλ.).
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγάλες δυνάμεις