μεγαπανίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαπανίδα < μεγα- + πανίδα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική megafauna)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαπανίδα θηλυκό
- (ζωολογία) τα μεγάλα (ή γιγάντια ή όσα είναι ψηλά στην τροφική αλυσίδα) ζώα ενός βιοτόπου, μιας περιοχής ή μιας χρονικής περιόδου ως σύνολο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- megafauna στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεγα- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)